-
1 хлопать
хлопать, хлопнуть χτυπώ; хлопать в ладоши χτυπώ παλαμάκια; χειροκροτώ (аплодировать)' \хлопать дверью βροντώ την πόρτα* * *= хлопнутьхло́пать в ладо́ши — χτυπώ παλαμάκια; χειροκροτώ ( аплодировать)
хло́пать две́рью — βροντώ την πόρτα
-
2 хлопать
хлопатьнесов χτυπώ, βροντώ:\хлопать в ладоши а) χτυπώ παλαμάκια, б) (аплодировать) χειροκροτώ· \хлопать дверью βροντώ τήν πόρτα· \хлопать крыльями χτυπώ τά φτερά· \хлопать бичо́м χτυπώ μέ τό μαστίγιο· \хлопать по плечу́ кого́-л. χτυπώ κάποιον στον ὠμο· ◊ \хлопать ушами ἀκούω σάν κούτσουρο· \хлопать глазами а) ἀνοιγοκλείνω τά μάτια μου σαστισμένος (от растерянности и т. п.), б) κοιτάζω σάν χαζός (от непонимания).
См. также в других словарях:
βροντώ — (AM βροντῶ, άω) [βροντή] 1. (γ πρόσ.) (ενν. υποκ. ο θεός, ο ουρανός, ο Ζεύς) ακούγεται ο ήχος της βροντής 2. παράγω βρόντο νεοελλ. 1. χτυπώ με κεραυνό, κεραυνοβολώ 2. ρίχνω κάτω κάποιον ή κάτι με βρόντο 3. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά 4. αντηχώ… … Dictionary of Greek
βροντώ — ησα και ηξα, βροντη(γ)μένος 1. μπουμπουνίζω: Βροντάει συνέχεια από το απόγευμα. 2. ηχώ δυνατά: Εχθές βροντούσαν οι καμπάνες όλη μέρα. 3. χτυπώ με θόρυβο: Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα (παροιμ.). 4. ρίχνω κάποιον κάτω με πάταγο: Τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολοβροντώ — άω χτυπώ, βροντώ συνεχώς («κι ολοβροντά την πόρτα σαν θεότρελη, Κρυστ.) … Dictionary of Greek